- τεταρτεύς
- τεταρτεύς, έως, ὁ, a measure of capacity, SIG1027.12 (Cos, iv/iii B.C.), 1003.11 (Priene, ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεταρτεύς — έως, ὁ, Α είδος μέτρου χωρητικότητας («σπυρῶν τρεῑς τεταρτῆς», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέταρτος + κατάλ. εύς] … Dictionary of Greek